ανώνυμη μετοχή

ανώνυμη μετοχή
η
Inhaberaktie f

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • μέτοχος — ο (ΑΜ μέτοχος, ον, Μ θηλ. και μέτοχη) [μετέχω] 1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.) 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος συνέταιρος σε μια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”